- εντρεπτικός
- ἐντρεπτικός, -ή, -όν (AM)επιτιμητικός, επιπληκτικόςμσν.επίρρ. ἐντρεπτικῶςεπιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικάαρχ.1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόνη συναίσθηση τής αισχύνης, τής ντροπής.
Dictionary of Greek. 2013.